- βάρον
- το метеор, бар
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βᾶρον — spice neut nom/voc/acc sg βᾶρος spice masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάβαρο(ν) — κατάβαρο(ν), τὸ (Μ) 1. βάρος 2. μτφ. φταίξιμο, ενοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαρον (< βάρος), πρβλ. αντί βαρον, από βαρον] … Dictionary of Greek
βάρου — βά̱ρου , βᾶρον spice neut gen sg βά̱ρου , βᾶρος spice masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρων — βά̱ρων , βᾶρον spice neut gen pl βά̱ρων , βᾶρος spice masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)